- μυῖαν
- μυῖαflyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυῖαν — Μυῖα fly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BAAL-ZEBUB — quasi Muscarum dominus, vel etiam princeps Musca. in reliquas dominium habere, existimatus est: Ζητήσουσι μυίαν θεὸν Α᾿κκαρὼν, Gregorius Nazianzecnus Orat: 2. contra Iulian. quô sensu Daemonum Princeps Beel sebub vocatur in Histor. Euangelica.… … Hofmann J. Lexicon universale
BEEL-ZEBUB — Hebr. Gap desc: Hebrew, Philistaeorum Accaronitarum olim Deus, quasi dicas, Deus muscae. Cuius nominis non alia forte causa, quam quod abigerer muscas ab aede sua, quod et Herculi tribuunt Plin. l. 10. c. 29. et Solin. c. 1. hine Α᾿πομυίῳ dicto.… … Hofmann J. Lexicon universale
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek